πέδων

Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A one in fetters, of a slave, Ar.Fr.837.

German (Pape)

[Seite 542] ωνος, ὁ, ein schlechter Sklave, der fast immer in Fußfesseln steckt, Ar. frg. Vgl. πεδότριψ und Moeris a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

πέδων: -ωνος, ὁ, ὁ ἐν δεσμοῖς ὤν, ἐπὶ δούλου, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 46· πρβλ. στίγων, καὶ ἴδε πεδότριψ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ΜΑ
(για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. στίγων)].

Russian (Dvoretsky)

πέδων: ωνος ὁ Arph. = πεδότριψ.