πέπρωται

Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος,

   A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.