ποινάτωρ

Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,

   A avenger, punisher, A.Ag.1281, E.El.23,268.

German (Pape)

[Seite 651] ορος, ὁ, Strafer, Rächer, Verfolger, Aesch. Ag. 1254 Eur. El. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ποινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τιμωρός, τιμωρητικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281, Εὐρ. Ἠλ. 23. 268.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(δωρ. τ.) ποινήτωρ, τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. θηρά-τωρ, γεννή-τωρ)].

Greek Monotonic

ποινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, εκδικητής, τιμωρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ каратель, мститель Aesch., Eur.