τιμωρητικός
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
τιμωρητική, τιμωρητικόν, revengeful, opp. συγγνωμονικός, Arist.EN1126a2; τὰ τ. acts of revenge, Id.Rh.1369b12; τὸ τ. τῶν ἐχθρῶν Phld.Ir.p.67 W. Adv. τιμωρητικῶς Chrysipp.Stoic.3.129.
German (Pape)
[Seite 1116] der sich gern rächt; Arist. de virt. 6 (bei Stob. Floril. 1, 8); eth. 4, 5; und Sp., wie Plut. Sull. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à se venger, vindicatif ; τὰ τιμωρητικά ARSTT actes de vengeance.
Étymologie: τιμωρέω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμωρητικός: мстительный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρητικός: -ή, -όν, ἐκδικητικός, ἀντίθετον τῷ συγγνωμονικός, οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾶος, ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικὸς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 4· τὰ τιμωρητικά, πράξεις ἐκδικήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17. - Ἐπίρρ. -κῶς, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. τ. 1, σ. 283, ἔκδ. Βασ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τιμωρητής
1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά
πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.).
επίρρ...
τιμωρητικῶς Α
με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση.
Greek Monotonic
τῑμωρητικός: -ή, -όν, εκδικητικός, σε Αριστ.· τὰ τιμωρητικά, πράξεις εκδίκησης, στον ίδ.
Middle Liddell
τῑμωρητικός, ή, όν [from τιμωρέω
revengeful, Arist.; τὰ τιμωρητικά acts of revenge, Arist.