τιμωρητικός

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμωρητικός Medium diacritics: τιμωρητικός Low diacritics: τιμωρητικός Capitals: ΤΙΜΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: timōrētikós Transliteration B: timōrētikos Transliteration C: timoritikos Beta Code: timwrhtiko/s

English (LSJ)

τιμωρητική, τιμωρητικόν, revengeful, opp. συγγνωμονικός, Arist.EN1126a2; τὰ τ. acts of revenge, Id.Rh.1369b12; τὸ τ. τῶν ἐχθρῶν Phld.Ir.p.67 W. Adv. τιμωρητικῶς Chrysipp.Stoic.3.129.

German (Pape)

[Seite 1116] der sich gern rächt; Arist. de virt. 6 (bei Stob. Floril. 1, 8); eth. 4, 5; und Sp., wie Plut. Sull. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à se venger, vindicatif ; τὰ τιμωρητικά ARSTT actes de vengeance.
Étymologie: τιμωρέω.

Russian (Dvoretsky)

τῑμωρητικός: мстительный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμωρητικός: -ή, -όν, ἐκδικητικός, ἀντίθετον τῷ συγγνωμονικός, οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾶος, ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικὸς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 4· τὰ τιμωρητικά, πράξεις ἐκδικήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 17. - Ἐπίρρ. -κῶς, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. τ. 1, σ. 283, ἔκδ. Βασ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τιμωρητής
1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά
πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.).
επίρρ...
τιμωρητικῶς Α
με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση.

Greek Monotonic

τῑμωρητικός: -ή, -όν, εκδικητικός, σε Αριστ.· τὰ τιμωρητικά, πράξεις εκδίκησης, στον ίδ.

Middle Liddell

τῑμωρητικός, ή, όν [from τιμωρέω
revengeful, Arist.; τὰ τιμωρητικά acts of revenge, Arist.