ποιμανόριον

Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

τό, (ποιμάνωρ)

   A herd: metaph., army, A.Pers.74(lyr.).

German (Pape)

[Seite 651] τό, die geweidete Heerde, die von Fürsten, Feldherren geführte u. gelenkte Menschenmenge, die Heerschaar, Aesch. Pers. 74.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμᾱνόριον: τό, (ποιμάνωρ) ποίμνη: στρατός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 75.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
troupeau d’hommes, multitude.
Étymologie: ποιμάνωρ.

Greek Monolingual

τὸ, Α ποιμάνωρ, -ορος]]
1. ποίμνη, ποίμνιο
2. μτφ. στρατός, στράτευμα.

Greek Monotonic

ποιμᾱνόριον: τό, το κοπάδι· μεταφ., στρατός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποιμᾱνόριον: τό стадо, перен. толпа, тж. войско Aesch.