ποίμνιο

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

το / ποίμνιον, ΝΜΑ ποίμνη
1. πλήθος από ζώα, συνήθως αιγοπρόβατα και βοοειδή, που ζουν μαζί, ποίμνη, αγέλη, κοπάδι
2. μτφ. το σύνολο τών χριστιανών
νεοελλ.
μτφ. πλήθος ανθρώπων
αρχ.
μτφ. α) οι μαθητές του Χριστού
β) οι Εβραίοι.