ποινοποιός

Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

όν,

   A taking vengeance, αἱ π. the avenging goddesses, Ps.Luc. Philopatr.23.

German (Pape)

[Seite 652] Rache, Strafe bereitend, vollziehend, αἱ ποινοποιοί, die Rachegöttinnen, Luc. Philopatr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ποινοποιός: -όν, ὁ ἐκδικῶν, ἐκδίκησιν ἐνεργῶν, αἱ πινοποιοί, αἱ τῆς ἐκδικήσεως θεότητες, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui punit ; αἱ ποινοποιοί les furies vengeresses.
Étymologie: ποινή, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παίρνει εκδίκηση, που επιβάλλει τιμωρία
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ ποινοποιοί
οι θεότητες της εκδίκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

ποινοποιός: несущий возмездие, воздающий за преступления: αἱ ποινοποιοί (sc. θεαί) Luc. богини-карательницы.