προεξέδρα

Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ion. προεξέδρ-η, ἡ,

   A chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῡ ἐπίτηδες αὐτοῡ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῡ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρη ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).