πῶϋ

Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 828] εος, τό, Heerde; Hom. im sing. u. plur., durchgängig von Schaafheerden; ὀΐων μέγα πῶϋ Il. 3, 198, u. oft, z. B. οἰῶν πώεα καλά Od. 11, 402, νομεὺς ἃς πώεσι μήλων 4, 413; βοῶν ἀγέλαι u. οἰῶν πώεα einander entgegengesetzt, 12, 129, vgl. 14, 100. 24, 112; so stehen Il. 11, 678 neben einander βοῶν ἀγέλαι, πώεα οἰῶν, συῶν συβόσια u. αἰπόλια αἰγῶν; ohne Zusatz für Schaafheerde, Hes. O. 518.

French (Bailly abrégé)

πώεος, plur. non contr. πώεα (τό) :
troupeau de moutons ou de brebis ; p. ext. d’enfants, de poissons.
Étymologie: DELG v. ποιμήν.

Greek Monotonic

πῶϋ: -εος, τό, πληθ. πώεα, τά (βλ. ποιμήν), ποίμνιο, λέγεται για πρόβατα, αντίθ. προς το ἀγέλη(κοπάδι με βοοειδή), σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πῶϋ: πώεος τό (овечье) стадо Hes.: ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾽ οἰῶν πώεα Hom. семь стад коров и столько же стад овец.