Πυρρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A named after Pyrrhus, of a certain breed of sheep, Arist.HA522b24; prob. for πυρρίχας ib.595b18.
Greek (Liddell-Scott)
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πύρρου ὠνομασμένος, ἐπίθετον εἴδους τινὸς προβάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 21, 3· ὅθεν εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐν 8. 7, 3 (ἐν τῇ Ἠπείρῳ τὰς καλουμένας πυρρίχας βοῦς) Πυρρικὰς διορθωτέον· ὡσαύτως παρὰ Θεοκρ. (4. 20) ταῦρος ὁ πύρριχος, ἡ δευτέρα τοῦ Σχολ. ἑρμηνεία (ὁ Ἠπειρωτικός) ὑποδηλοῖ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἡ γραφὴ Πυρρικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Pyrrhus.
Étymologie: Πύρρος.
Greek Monotonic
Πυρρῐκός: -ή, -όν, ονομασμένος από τον Πύρρο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
Πυρρικός: пирровский: τὰ πρόβατα τὰ καλούμενα Πυρρικά Arst. так называемая пирровская порода овец (якобы по имени царя Пирра).