στομάλιμνον

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό,= foreg., Theoc.4.23.

German (Pape)

[Seite 948] τό, = στομαλίμνη, f. L. bei Theocr. 4, 23.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η στομαλίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους].

Russian (Dvoretsky)

στομάλιμνον: τό лиман Theocr.