στομαλίμνη
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
ἡ, like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.
German (Pape)
[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.
Greek (Liddell-Scott)
στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη.
Greek Monotonic
στομᾰλίμνη: ἡ, λίμνη που έχει αλμυρό νερό καθώς τα ύδατά της συγκοινωνούν με τα θαλάσσια, κόλπος, σε Στράβ.· ομοίως στομάλιμνον, τό, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
στομᾰ-λίμνη, ἡ,
a salt-water lake, estuary, Strab.: so, στομάλιμνον, ου, τό, Theocr.
Translations
estuary
Afrikaans: estuarium; Albanian: deltë; Arabic: مَصَبّ, فُغْرَة, خَوْر; Armenian: գետաբերան; Azerbaijani: çay ağzı, mənsəb; Basque: estuario; Belarusian: эстуарый, вусце; Bengali: মোহনা; Bulgarian: естуар; Catalan: estuari; Chinese Mandarin: 河口, 出海口, 入海口; Classical Nahuatl: amaitl; Czech: ústí; Danish: æstuarium; Dutch: estuarium; Esperanto: estuaro; Estonian: estuaar, lehtersuue; Faroese: ósi, áarósi; Finnish: murtovesi, murtovesialue, estuaari; French: estuaire; Galician: esteiro, ría; Georgian: ესტუარი; German: Ästuar, Flussmündung, Mündungsgebiet; Greek: εκβολή; Ancient Greek: ἀνάχυμα, ἀνάχυσις, διεκβολή, διέκροος, εἴσχυσις, προχοαί, προχοή, στομαλίμνη; Hawaiian: muliwai; Hungarian: tölcsértorkolat; Icelandic: ármynni, árós, ós; Ido: estuario; Indonesian: estuari; Iranun: penggak; Irish: inbhir; Italian: estuario; Japanese: 河口; Kannada: ನದೀಮುಖ; Korean: 삼각강(三角江), 하구(河口), 강어귀; Latin: aestuarium; Latvian: grīva, estuārijs; Lithuanian: estuarija; Macedonian: естуар; Malay: muara; Manx: inver; Maori: pūaha, pūwaha, pūahatanga, wahapū; Norwegian Bokmål: estuar; Nynorsk: estuar; Ottoman Turkish: لیمان; Persian: مصب, پایرود, خور; Polish: estuarium, ujście; Portuguese: estuário; Romanian: estuar; Russian: эстуарий, устье; Scottish Gaelic: inbhir; Serbo-Croatian Cyrillic: естуариј, естуар; Roman: estuarij, estuar; Slovak: ústie; Slovene: estuarij; Spanish: estuario; Swedish: estuarium, estuarie; Tagalog: wawa; Thai: ปากน้ำ; Turkish: haliç; Ukrainian: естуарій, устя, гирло; Vietnamese: cửa sông; Welsh: aber; West Coast Bajau: boa' soang