συγκολλάω

Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A glue or cement together, IG22.1668.82 (iv B.C.), Luc. Alex.14: metaph., Pl.Mx.236b, Ar.V.1041 (anap.); τινὰ εἰς ταὐτόν Pl.Ti.43a:—Pass., unite, of a wound, Sor.1.36.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenleimen, übh. zusammenfügen, -setzen, μαρτυρίας συνεκόλλων, Ar. Vesp. 1041; εἰς ταὐτὸ τὰ λαμβανόμενα ξυνεκόλλων, Plat. Tim. 43 a; Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλάω: κολλῶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ, Σφ. 1041, Πλάτ. Μενέξ. 236Β· τινὰ εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· τινί τι Λουκ. Ἀλεξ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coller ensemble : τινί τι souder une chose à une autre.
Étymologie: σύν, κολλάω.

Greek Monotonic

συγκολλάω: κολλώ ή στερεώνω μαζί, συνδέω, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλάω [σύγκολλος] aan elkaar lijmen of vastplakken, samenvoegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλάω: 1) склеивать (τι εἰς ταὐτό Plut.; τινί τι Luc.; τὰ μέρη τοῦ πηλοῦ συγκολλᾶται Arst.);
2) собирать, компилировать (περιλείμματα ἐκ τοῦ λόγου Plat.; μαρτυρίας Arph.).