ταὐτό

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

German (Pape)

[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ αὐτό, neutre deαὐτός.

Russian (Dvoretsky)

ταὐτό: in crasi = τὸ αὐτό.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).

Greek Monotonic

ταὐτό: Αττ. ταὐτόν, Ιων. τωὐτό, κράση αντί τὸ αὐτό, τὸν αὐτόν.