στρογγυλότης

Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A roundness, Pl.Men.73e, 74b, Arist. Metaph.1035a14, Thphr.HP4.12.2.

German (Pape)

[Seite 955] ητος, ἡ, Rundung, runde Gestalt, Plat. Men 73 e 74 b.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, τὸ στρογγύλον, τὸ περιφερές, Πλάτ. Μένων 73Ε, 74Β, Ἀριστ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
forme arrondie, rondeur.
Étymologie: στρογγυλός.

Greek Monotonic

στρογγῠλότης: -ητος, ἡ, στρογγυλότητα, κυκλικότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλότης: ητος ἡ округлость, закругленность Plat., Arst.