συναριστεύω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.

French (Bailly abrégé)

rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰριστεύω: вместе прославляться, отличиться (σ. ἅμα τινί Eur.).