συνήλυσις

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. συνηλυσία.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, A
σύναξη, συνηλυσίη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἤλυσις «οδός, πορεία»].

Russian (Dvoretsky)

συνήλῠσις: εως ἡ встреча, собрание Anth.