συντριαινόω

Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A shatter with a trident, Pl.Com.24: generally, shatter, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν E.HF946.

Greek (Liddell-Scott)

συντριαινόω: συνταράσσω διὰ τριαίνης, φέρω ἄνω κάτω, ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· καθόλου, συντρίβω, καταστρέφω, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renverser d’un coup de trident, bouleverser.
Étymologie: σύν, τριαινόω.

Greek Monotonic

συντριαινόω: μέλ. -ώσω, συνταράζω, συγκλονίζω ή καταστρέφω με τρίαινα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συντριαινόω: досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).