τροπαλίς
Greek (Liddell-Scott)
τροπᾱλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», σκορόδων τροπαλίδος, δέσμης σκόρδων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 813. Φαίνεται ὅτι εἶναι Δωρ. ἀντὶ τρόπηλις, ὅπερ οὕτω τονιζόμενον φέρεται παρ’ Ἀρκαδίῳ 31. 14· ἀλλ’ ὁ Σχολ. γράφει τροπαλλίς, ίδος, καὶ ὁ Ἡσύχ. τριοπηλίς, τριτοπηλίς, «τριοπηλίς· δέσμη σκορόδων», «τριτοπηλίς· σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πιπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι».
Greek Monolingual
και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμν-ίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
Russian (Dvoretsky)
τροπᾱλίς: ίδος ἡ пучок, связка (σκορόδων Arph.).