ὑπέρεξις

Revision as of 05:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a property or quality in excess, Pl.Ti.87e.

German (Pape)

[Seite 1195] εως, ἡ, eine übermäßige Eigenschaft, Plat. Tim. 78 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρεξις: -εως, ἡ, ἰδιότηςἕξις ὑπέρμετρος, Πλάτ. Τίμ. 87Ε.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α ὑπερέχω
υπέρμετρη έξη ή ιδιότητα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρεξις: εως ἡ чрезмерность, избыток, излишек Plat.