ὑπόλιχνος

Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].

Greek Monotonic

ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).