ὑπόλιχνος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλιχνος Medium diacritics: ὑπόλιχνος Low diacritics: υπόλιχνος Capitals: ΥΠΟΛΙΧΝΟΣ
Transliteration A: hypólichnos Transliteration B: hypolichnos Transliteration C: ypolichnos Beta Code: u(po/lixnos

English (LSJ)

ὑπόλιχνον, somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].

Greek Monotonic

ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπό-λιχνος, ον,
somewhat lickerish or dainty, Luc.