ὑποφαύσκω

Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A begin to shine, ὑποφαύσκοντος at daybreak, Arist.Pr. 888b27; ὑποφαυσκούσης ἕω v. l. ib.938a32; cf. ὑποφώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφαύσκω: ἀρχίζω νὰ φέγγω. ὑποφαύσκοντος (δηλαδ. τοῦ ἡλίου) Ἀριστ. Προβλ. 8. 17, 1· πρβλ. ὑποφώσκω.

Greek Monolingual

Α
ὑποφώσκω, αρχίζω να φέγγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποφαύσκω: брезжить, рассветать: ὑποφαύσκοντος Arst. на рассвете.