Φοίνισσα: φοίνισσα, θηλ. τοῦ Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
γυνή, Phoenician woman.
ἡ, Αβλ. Φοίνικας.
Φοίνισσα: Φοίνισσα, θηλ. αντί Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
Φοίνισσα: I adj. f финикийская или карфагенская (γυνή Hom.; ἐμπολά Pind.; ναῦς Thuc.; χθών Eur.).II ἡ финикиянка или карфагенянка Hom. etc.