χρυσόροφος

Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρῡσ-ώροφος, σκηνή Plu.2.329d.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit d’or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.

Greek Monolingual

και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐραν-όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ-ώροφος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).