χρυσόροφος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
χρυσόροφον, with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρυσώροφος, σκηνή Plu.2.329d.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au toit d'or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.
Greek Monolingual
και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐρανόροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρώροφος)].