καταβλητέον

Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

(καταβάλλω)

   A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e.    2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.

Greek Monotonic

καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβλητέον adj. verb. n. van καταβάλλω, er moet gezaaid worden.