καταβλητέον
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
(καταβάλλω)
A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e.
2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβλητέον adj. verb. n. van καταβάλλω, er moet gezaaid worden.
Russian (Dvoretsky)
καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
Greek Monotonic
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.