κυνοκοπέω

Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A beat like a dog, Id.Eq.289.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
battre comme on fait d’un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.

Greek Monotonic

κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοκοπέω: бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοκοπέω [κύων, κόπτω] afranselen (als een hond).