παραλήρησις

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A raving, delirium, Hp.Epid.7.5.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, das Albernreden, delirium, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήρησις: ἡ, ἀνόητος ὁμιλία, παραλάλημα, ἐλαφρὰ ἢ πρόσκαιρος παραφροσύνη, Ἱππ. 1210G.

Greek Monolingual

ἡ, Α παραληρώ
ελαφρά ή πρόσκαιρη παραφροσύνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλήρησις -εως, ἡ [παραληρέω] verward gepraat.