παράστρεμμα

Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A distortion, of facial paralysis, Hp.Prorrh. 2.38 (pl.).

German (Pape)

[Seite 500] τό, verdrehter Theil, verrenktes Glied, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράστρεμμα: τό, διαστροφή, Ἱππ. Προρρ. 111.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραστρέφω
(σχετικά με παράλυση του προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράστρεμμα -ατος, τό [παραστρέφω] vervorming, distorsie.