παράλυση

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η / παράλυσις, -ύσεως, ΝΑ παραλύω
αδυναμία ή και νέκρωση της κινητικής ενέργειας τών μυών, κατάργηση της εκούσιας κινητικότητας, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ιατρική, οφείλεται σε βλάβη του νευρικού συστήματος (α. «παράλυση του χεριού» β. «παράλυσις της καρδίας», Γαλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. χαλάρωση της συνοχής ενός πράγματος, αποδιοργάνωση («η απεργία προκάλεσε παράλυση της συγκοινωνίας»)
2. δυσχέρεια κινήσεων, πιάσιμο
3. ναρκώδης κατάσταση, νάρκηπαράλυση του νου»)
4. φρ. ιατρ. α) «παιδική παράλυση»
ιατρ. παλαιά και εσφαλμένη ονομασία της πολιομυελίτιδας, επειδή πίστευαν ότι προσέβαλλε μόνο παιδιά
β) «περιοδική παράλυση» — πάθηση, συχνά κληρονομική και οικογενής, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση παραλύσεων που διαρκούν από μερικά λεπτά έως μερικές ώρες και οφείλονται σε διαταραχή τών χημικών εξεργασιών της συστολής τών μυών εξαιτίας ανωμαλίας κατά τον μεταβολισμό του καλίου
γ) «γενική προϊούσα παράλυση» — μηνιγγοεγγεφαλίτιδα συφιλιδικής αιτιολογίας με συνδυασμό ψυχικών και νευρικών διαταραχών
δ) «επαλλάσσουσα ή χιαστή παράλυση» — η ημιπληγία
ε) «ανιούσα παράλυση» — το σύνδρομο Λαντρύ
στ) «μαιευτική παράλυση» — παράλυση νεογέννητων που οφείλεται σε βλάβες του νευρικού, κεντρικού ή περιφερικού, συστήματος κατά τον τοκετό
ζ) «παράλυση προσωπικού» — παράλυση της έβδομης εγκεφαλικής συζυγίας ως αποτέλεσμα κεντρικής ή περιφερικής βλάβης που εκδηλώνεται με πτώση της γωνίας του στόματος, αδυναμία σύγκλισης τών βλεφάρων κ.λπ.
αρχ.
1. λύσιμο στα πλάγια ή στα κρυφά, παράνομο άνοιγμα απαγορευμένου πράγματος («ἡ πολυπραγμοσύνη παράλυσις τῶν ἀπορρήτων», Πλούτ.)
2. γραμμ. διαίρεση
3. το φυτό δελφίνιο.