Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραστρέφω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστρέφω Medium diacritics: παραστρέφω Low diacritics: παραστρέφω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: parastréphō Transliteration B: parastrephō Transliteration C: parastrefo Beta Code: parastre/fw

English (LSJ)

A turn asiae, alter, Pl.Cra.418a:—Pass., to be displaced to one side, π. ἢ ἔνθα ἢ ἔνθα ἡ ῥίς Hp.Art.35; τὸ στόμα παρεστραμμένος Com.A desp. 386; of trees, οὐκ εὐφυές, ἀλλὰ παρεστραμμένον Thphr. HP 4.2.6, etc.; παρέστραπται δὲ καὶ ὄσσε Nic.Th.758.
2 metaph., turn aside, esp. for the worse, peruert, τὴν μοῖραν ἐς τὸ μὴ χρεών E.Fr.491.3; ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως Arist. Pol.1342a22.
3 π. τὸν τρίβωνα, as a sign of ἀνελευθερία, dub. in Thphr. Char.22.13.

German (Pape)

[Seite 500] (s. στρέφω), verdrehen, παρέστραπται δέ οἱ ὄσσε, Nic. Ther. 758; Galen.; – übertr., σμικρὰ πάνυ παραστρέφοντες (die Wörter) τἀναντία ποιεῖν σημαίνειν, Plat. Crat. 418 a; τὴν μοῖραν ἐς τὸ μὴ χρεὼν παραστρέφων, Eur. bei Stob. Floril. 76, 10; u. so bes. zum Schlechtern verändern, αἱ ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως, Arist. pol. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

f. παραστρέψω, pf. Pass. παρέστραμμαι;
détourner, ramener de côté, faire dévier.
Étymologie: παρά, στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στρέφω verdraaien, veranderen:; σμικρὰ πάνυ παραστρέφοντες door heel kleine wijzigingen aan te brengen Plat. Crat. 418a; παρεστραμμένη... ἡ ῥίς de neus is verdraaid Hp. Art. 35; π. τὸν τρίβωνα zijn jas opzijschuiven Thphr. Char. 22.13; overdr., perf. pass., met gen.. εἰσὶ δὲ ὥσπερ αὐτῶν αἱ ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως hun zielen zijn als het ware geperverteerd uit hun natuurlijke staat Aristot. Pol. 1342a22.

Russian (Dvoretsky)

παραστρέφω: досл. поворачивать, перен. изменять (τὰ ὀνόματα Plat.; τὴν μοῖραν ἔς τι Eur.): παρεστραμμένος τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως Arst. отклонившийся от природы, выродившийся.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, -άω, Α
1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῖν σημαίνειν», Πλάτ.)
2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» — στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα», Θεόφρ.)
3. παθ. παραστρέφομαι
α) μετατοπίζομαι πλάγια, στρέφομαι προς το άλλο μέρος («παραστρέφεται ἤ ἔνθαἔνθα ἡ ῥίς», Ιπποκρ.)
β. μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι, διαστρέφομαι προς το χειρότερο («ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παραστρέφω: μέλ. -ψω·
1. γυρίζω πλάγια, μεταφ. μτχ. Παθ. παρακ. παρεστραμμένος, διεστραμμένος, σε Αριστ.
2. παραστρέφω τὸν τριβῶνα, είμαι ανειλικρινής, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραστρέφω: στρέφω πλαγίως, μεταβάλλω, Πλάτ. Κρατ. 418Α· - Παθ., στρέφομαι πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, πλαγίως στρέφομαι, π. ἢ ἔνθαἔνθα ἡ ῥὶς Ἱππ.π. Ἄρθρ. 802· ἐπὶ δένδρων, οὐκ εὐθυφυές, ἀλλά παρεστραμμένον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 6, κτλ.· παρέστραπται δὲ καὶ ὅσσε Νικ. Θηρ. 758 2) μεταφορ., μεταστρέφω, παρεκτρέπω, μάλιστα ἐπὶ τὸ χεῖρον, τὴν μοῖραν ὲς τὸ μὴ χρεὼν Εὐρ. Ἀποσπ. 494· ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 7. 3)παρ. τὸν τρίβωνα, ὡς σημεῖον ἀνελευθερίας, ἀμφίβολ. ἐν Θεοφρ. Χαρακτ. 22.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to turn aside: metaph., perf. pass. part. παρεστραμμένος, perverted, Arist.
2. π. τὸν τρίβωνα, to wear it crooked, Theophr.