παραυλίζω

Revision as of 07:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A lie near, παραυλίζουσα πέτρα . . Μακραῖς E.Ion493 (lyr.) :—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.

German (Pape)

[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.

Greek (Liddell-Scott)

παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.

French (Bailly abrégé)

habiter auprès, être voisin;
Moy. παραυλίζομαι m. sign.
Étymologie: πάραυλος.

Greek Monolingual

Α πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», Αθήν.).

Greek Monotonic

παραυλίζω: βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παραυλίζω: находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αυλίζω in de buurt liggen van, met dat.