πεμματουργός

Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ὁ,

   A pastrycook, Luc.Sat.13.

German (Pape)

[Seite 553] ὁ, Kuchenbäcker, Luc. Cronosol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

πεμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευαστὴς πεμμάτων, Λουκ. Κρονοσόλων 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pâtissier.
Étymologie: πέμμα, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πέμματα, ζαχαροπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, -ατος «τροφή» + -ουργός (< ἔργον)].

Russian (Dvoretsky)

πεμμᾰτουργός: ὁ пекарь, пирожник Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμματουργός -οῦ, ὁ [πέμμα, ἔργον] banketbakker.