περιρρομβέω

Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A cause to spin round like a top, Plu.Ant.67, Tz. ad Lyc. 310.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρομβέω: κάμνω τι νὰ περιστρέφηται ὡς ῥόμβος, Πλουτ. Ἀντών. 67, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire tournoyer.
Étymologie: περί, ῥομβέω.

Greek Monotonic

περιρρομβέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι να περιστρέφεται ολόγυρα, όπως η σβούρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιρρομβέω: кружить волчком (τὴν ἑτέραν τῶν ναυαρχίδων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ρρομβέω laten ronddraaien.