πλανώδης
English (LSJ)
ες,
A wandering, esp. 1 = πλάνης 1.3, πυρετοί Hp. Coac.582. 2 liable to slip, of ligatures, Id.Off.9 (Sup.); ἄρθρον Id.Fract.45 (Comp.); of the womb, Aret.SA2.11. 3 metaph., rambling, γνώμη π. Id.SA2.11 (Comp.). Adv. -δῶς Phld.Lib.p.32 O.
German (Pape)
[Seite 625] ες, = πλανητικός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε πλάνης Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ πλάνη
μτφ. ασταθής, αβέβαιος
αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος
2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς
3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει.
επίρρ...
πλανωδῶς Α
με πλανώδη τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp.