ποσαπλάσιος

Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,

   A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b.    2 c.gen., what multiple of . .? ib.84e.

German (Pape)

[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.

Greek (Liddell-Scott)

ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθαἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πεντα-πλάσιος, εκατοντα-πλάσιος)].

Greek Monotonic

ποσαπλάσιος: -α, -ον·
1. πόσες φορές πολλαπλάσιος; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.
2. με γεν., ποιο πολλαπλάσιο του...; στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποσαπλάσιος: (λᾰ) во сколько раз больший: ἀλλὰ π.; - Τετραπλάσιος Plat. во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποσαπλάσιος -α -ον [πόσος, ~ διπλάσιος] hoeveel maal groter?