προγαστρίδιον

Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monotonic

προγαστρίδιον: τό (γαστήρ), ψεύτικη κοιλιά που φορούσαν οι ηθοποιοί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προγαστρίδιον: (ῐ) τό набрюшник Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγαστρίδιον -ου, τό [προγάστωρ] nepbuik (van toneelspelers).