προγαστρίδιον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monotonic
προγαστρίδιον: τό (γαστήρ), ψεύτικη κοιλιά που φορούσαν οι ηθοποιοί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προγαστρίδιον: (ῐ) τό набрюшник Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προγαστρίδιον -ου, τό [προγάστωρ] nepbuik (van toneelspelers).
Middle Liddell
προ-γαστρίδιον, ου, τό, γαστήρ
a false paunch worn by actors, Luc.