συναλθάσσομαι

Revision as of 08:54, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.