συμπροπίπτω

Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

   A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.

Greek Monolingual

Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.