ἔνδρυον
English (LSJ)
τό, (δρῦς)
A oaken peg or pin by which the yoke is fixed to the pole, Hes.Op.469. II heart-wood of trees, Hsch.
German (Pape)
[Seite 836] τό, der hölzerne Pflock am Pfluge, der quer durch das Jochholz und die Deichsel geht u. durch einen umgeschlungenen Riemen befestigt wird, Hes. O. 467; vgl. Poll. 1, 252.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδρῠον: τό, (δρῦς) ἡ ἐκ ξύλου δρυὸς κερκίς, ἣν ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ τοῦ ζυγοῦ τρύπημα, βοῶν... ἔνδρυον ἑλκόντων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467, Σχόλ. αὐτόθι, Πολυδ. Α΄, 152. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔνδρυον· καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσ(αβ)ον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cheville de bois au milieu du joug pour attacher les traits.
Étymologie: ἐν, δρῦς.
Spanish (DGE)
(ἔνδρῠον) -ου, τό
• Grafía: graf. ἔνδροι- Hsch.ε 2824
1 clavija, estaca de madera que fija el yugo al timón del arado βοῶν ... ἔνδρυον ἑλκόντων Hes.Op.469, cf. Poll.1.252.
2 corazón, duramen del árbol, Hsch.ε 2824, 2827.
Greek Monolingual
ἔνδρυον, το (Α)
δρύινη σφήνα με την οποία στερεώνεται ο ζυγός στον ρυμό.
Greek Monotonic
ἔνδρῠον: τό (δρῦς), δρύϊνη σφήνα, πάσσαλος ή ξύλινη σφήνα με την οποία συνδεόταν ο ζυγός με το άροτρο (ἱστοβοεύς), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδρυον: τό досл. перекладина впереди плуга (с которой соединялось дышло), перен. плуг (ἔ. ἑλκέμεν μεσάβῳ Hes.).
Frisk Etymological English
See also: s. δρῦς.