κουβαρίς

Revision as of 02:15, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = ὄνος 111, Dsc.2.35 tit. κουβηζός· στηβεύς, Hsch. κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.

Greek Monolingual

κουβαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. της λ. κόβαρος
ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε την ονομασία του επειδή κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το κουβάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το έντομο εξαιτίας του χαρακτηριστικού του αυτού].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: wood-louse (Dsc. 2, 35 tit.).
Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνος) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι `clew (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v. l. -ιάζω) = μηρύομαι, i. e. `wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the wood-louse. The word is unexplained.