το / πῡαρ, ΝΑτο πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα της μητέραςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «πῡαρπυτία».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός.
See also: s. πυός.