πύαρ

Revision as of 06:47, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek Monolingual

το / πῡαρ, ΝΑ
το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα της μητέρας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ
πυτία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός.

Frisk Etymological English

See also: s. πυός.