πύαρ

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

το / πῡαρ, ΝΑ
το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα της μητέρας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ
πυτία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός.

Frisk Etymological English

See also: s. πυός.

Frisk Etymology German

πύαρ: {púar}
See also: s. πυός.
Page 2,618