πύαρ

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

το / πῡαρ, ΝΑ
το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα της μητέρας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ
πυτία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός.

Frisk Etymological English

See also: s. πυός.

Frisk Etymology German

πύαρ: {púar}
See also: s. πυός.
Page 2,618