πυτία
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ἡ, = πυετία, Arist.GA729a12
A (v.l. πιτύα), Mete.381a7 (v.l. πυετία), Mir.835b31 (v.l. πιτύα), UPZ149 ii 38 (ii B.C.); πιτύα is written in Thphr. HP 9.11.3, Dsc.2.75, Erot. s.v. τάμισος, Plu.2.700d; φώκης Thphr., Dsc. Il.cc., Plu.2.552f, cf. Arist.Mir.835b31: prov., αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν (codd. πητύαν) 'he asked for trouble', Diogenian.3.18, Suid.s.vv. αὐτός, πητύα.
II a sort of junket, Alciphr.Fr.6.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, die erste Muttermilch, die im letzten Magen der jungen, wiederkäuenden Tiere gerinnt und zum Gerinnen der Milch als Lab gebraucht wird, coagulum, Arist. gen. an. 1, 20 u. A. – Auch eine Art Kuchen, Alciphr. frg. 10. – Auch πυετία geschrieben, vgl. πῦος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
premier lait d'un animal qui vient de mettre bas ; présure.
Étymologie: πῦος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυτία -ας, ἡ, Ion. πυτίη stremsel.
Russian (Dvoretsky)
πῡτία: ἡ Arst., Plut. = πυετία.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α
ένζυμο του γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη του γάλακτος με καθίζηση της καζεΐνης
νεοελλ.
ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή του αλατιού
αρχ.
1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών ζώων, κολάστρα
2. είδος γλυκύσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυετία έχει παραχθεί πιθ. από αμάρτυρο πυ-ετός < πυός + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός, πυρετός) ενώ κατ' άλλους από αμάρτυρο τ. γενικής πύατος του τ. πῦαρ (βλ. λ. πυός). Ο τ. πυτία έχει προέλθει από συναίρεση του πυετία, ενώ ο τ. πιτύα με αντιμετάθεση τών φωνηέντων].
Greek (Liddell-Scott)
πῡτία: ἡ, (πυὸς) = πυετία, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 18 (διάφ. γραφ. πιτύα), Μετεωρ. 4. 3, 15 (διάφορ. γραφ. πυετία), πρβλ. π. Θαυμασ. 77· «ὥσπερ γὰρ ὑαίνης χολή, καὶ φώκης πυτία... ἔχουσί τι πρὸς τὰς νόσους χρήσιμον, οὕτως» Πλούτ. 2. 553Α· «ὀπὸς ἡ παρὰ τοῖς ἰδιώταις λεγομένη πυτία» Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ε. 902. - Κατὰ Μοῖριν (σελ. 290) «ὀπὸς Ἀττικοί· πυτία Ἕλληνες». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, «γαλάκτια ποικίλα τὰ μὲν μελίπητα, τὰ δὲ ἀπὸ ταγήνου πυτίας μοι δοκῶ, καλοῦσιν αὐτὰ» Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. 6. 10.
Translations
als: lab; an: cuallo; ar: منفحة; ca: quall; co: pirrulu; cs: syřidlo; da: osteløbe; de: Lab; el: πυτιά; en: rennet; es: cuajo; et: laap; eu: gatzagi; fa: پنیرمایه; fi: juoksute; fr: présure; ga: binid; gd: binid; gl: callo; he: אנזים הגבנה; id: rennet; it: caglio; ja: レンネット; ko: 레닛; la: coagulum; lt: šliužo fermentas; ms: renet; nl: stremsel; nn: løype; no: løype; pl: podpuszczka; ro: cheag; ru: сычужный фермент; scn: quagghiu; simple: rennet; sv: löpe; tr: peynir mayası; uk: сичужок; vec: conajo; zh: 凝乳酶