σωπάω

Revision as of 07:34, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.

German (Pape)

[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.

Greek (Liddell-Scott)

σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.

English (Slater)

σωπάω (cf. σιωπά.)
   1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)

Greek Monotonic

σωπάω: Δωρ. και ποιητ. αντί σιωπάω.

Russian (Dvoretsky)

σωπάω: дор. Pind. = σιωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωπάω Dor. en poët. voor σιωπάω.

Frisk Etymological English

See also: s. σιωπάω.