ἱππόλοφος

Revision as of 20:37, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.

Greek Monolingual

ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].

Greek Monotonic

ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόλοφος:
1) снабженный султаном из конских волос (κόρυς Anth.);
2) пышный, напыщенный (λόγοι Arph.).