πρόσκλισις

Revision as of 20:33, 5 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A leaning against, ζῴου πρὸς δένδρον D.S.3.27.    2 genuflexion, Iamb.Myst.1.12 (pl.).    II inclination, predilection, τῶν γερόντων Plb.6.10.10; τινι to one, Id.5.51.8; αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib.230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.

German (Pape)

[Seite 769] ἡ, 1) das Anlehnen, D. Sic. – 2) das Hinneigen der Wagschaale nach einer von beiden Seiten, übertr., Zuneigung, Gewogenheit, Beistimmung, Beitreten zu einer Partei, ἡ τῶν γερόντων πρόσκλισις καὶ ῥοπή, Pol. 6, 10, 10; τῷ βασιλεῖ, 5, 51, 8; δόγμασιν, D. L. prooem. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκλῐσις: ἡ, κλίσις πρός τι, Πολύβ. 6. 10. 10· τινι, πρός τινα, ὁ αὐτ. 5. 51, 8· ἐν δόγμασιν Διογ. Λ. ἐν τῷ προοιμ., 20, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 16 καὶ 230· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικῶς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 21. ― Κατὰ Φώτ.: «πρόσκλισις: ἑτερομέρεια».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de s’appuyer contre;
2 fig. inclination, penchant ; κατὰ πρόσκλισιν avec partialité.
Étymologie: προσκλίνω.

English (Strong)

from a compound of πρός and κλίνω; a leaning towards, i.e. (figuratively) proclivity (favoritism): partiality.

Greek Monotonic

πρόσκλῐσις: ἡ, ροπή, κλίση, σε Πολύβ.· κατὰ πρόσκλισιν, μεροληπτικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρόσκλῐσις: εως ἡ
1) прислонение (πρός τι Diod.);
2) склонность, тяготение Polyb., Sext.;
3) NT v. l. = πρόσκλησις 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-κλισις -εως, ἡ [προσκλίνω] partijdigheid:. κατὰ πρόσκλισιν uit partijdigheid NT 1 Tim. 5.21.